μούσμουλο

μούσμουλο
το
ο καρπός τής μουσμουλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μούσπουλον, με αφομοιωτική τροπή τού -π- σε -μ- και τού -ε- σε -ου- < μέσπουλον < αρχ. μέσπιλον «μούσμουλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μούσμουλο — το ο καρπός της μουσμουλιάς, το μέσπιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσμουλιά — η κοινή ονομασία τού είδους Eriobotrya japonica τού γένους φυτών εριοβοτρύα, το οποίο καλλιεργείται σε πολλές περιοχές για τον εδώδιμο κίτρινο καρπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσπιλέα < μεσπίλη «μούσμουλο» (βλ. λ. μούσμουλο)] …   Dictionary of Greek

  • ζαρούρι — και ζαρούρι(ο)ν, τὸ (Μ) μούσμουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. za rur] …   Dictionary of Greek

  • κοδύμαλον — κοδύμαλον, τὸ (Α) κυδώνι ή μούσμουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • μέσπιλο — το (Α μέσπιλον) ο καρπός τής μεσπιλιάς, αλλ. μέσκουλο, μούσμουλο αρχ. 1. το φυτό μεσπίλη 2. το φυτό κράταιγος ο αζαρόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. mespilum, a, από όπου το αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • πομηλίδι — το, Ν βοτ. το μούσμουλο …   Dictionary of Greek

  • σούρβουλο — το, Ν είδος οπωρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρβο + μούσπουλο «μούσμουλο» με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • στυφός — ή, ό / στυφός, ή, όν, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα 2. μτφ. α) δυσάρεστος β) δυσαρεστημένος αρχ. μτφ. αυστηρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”